θεόχριστος

θεόχριστος
θεόχριστος, -ον (Α)
1. αυτός που πήρε χρίσμα από τον θεό
2. το ουδ. ως ουσ. το θεόχριστον
είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -χριστος (< χρίω), πρβλ. αρτί-χριστος, πάγ-χριστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾԱՔԱՂՑՐ — (ցունք, ցունց.) NBH 1 0331 Chronological Sequence: 8c ա. θεόχριστος a deo unctus Աստուծով քաղցրացեալ. ըստ յն. օծեալ. ուր կայցէ քաղցր ազդեցութիւն կամ օծութիւն Աստուծոյ. իբր ասծաշունչ գիրք. զի ասէ Դիոնես. ածայ. ՟Գ. թէ զգիրս յեռոթէոսի համարիմք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”